καταλαγιάζω

καταλαγιάζω
[каталагьязо] р.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καταλαγιάζω" в других словарях:

  • καταλαγιάζω — καταλαγιάζω, καταλάγιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταλαγιάζω — και καταλλαγιάζω 1. κάνω κάποιον να ησυχάσει, κατευνάζω, καταπραΰνω 2. (αμτβ.) ησυχάζω, ηρεμώ 3. (για πρόσ.) κατακλίνομαι, αναπαύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λαγιάζω «ησυχάζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταλαγιάζω — καταλάγιασα, καταλαγιασμένος 1. κάνω κάποιον να ησυχάσει: Ήταν πολύ ανήσυχος, αλλάη μάνα του τον καταλάγιασε. 2. ησυχάζω, κοιμάμαι: Είναι ώρα να καταλαγιάσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασαλαγιάζω — καταλαγιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαλαγιάζω «ηρεμώ, καταλαγιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • σαλαγιάζω — Ν (αμτβ.) 1. α) ησυχάζω, καταλαγιάζω β) (ιδίως για υγρή έκταση) ηρεμώ 2. (μτβ.) κάνω κάποιον να ησυχάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών. λ. σάλαγος και καταλαγιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ακαταλάγιαστος — η, ο [καταλαγιάζω] αυτός που δεν καταλαγιάζει, ο ανήσυχος …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • κατακάθομαι — και κατακάθημαι και κατακάθουμαι 1. κατέρχομαι λόγω τού βάρους μου προς τα κάτω και παραμένω εκεί, κάθομαι στον πάτο, στον βυθό 2. (για έδαφος, κτίσματα κ.λπ.) καθιζάνω, υποχωρώ υπό το βάρος μου, κατακαθίζω, βουλιάζω 3. (για υγρά) κατασταλάζω 4.… …   Dictionary of Greek

  • καταλάγιασμα — το [καταλαγιάζω] η καταπράυνση, το γαλήνεμα …   Dictionary of Greek

  • καταλλαγιάζω — (Μ) βλ. καταλαγιάζω …   Dictionary of Greek

  • λαγάζω — 1. ησυχάζω, ηρεμώ, παύω να κάνω κάτι, καταλαγιάζω 2. σωπαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λήγω ή λαγαίω, κατά τα ρ. σε άζω (πρβλ. είκω εικάζω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»